Γουάιλντερ, Μπίλι

Γουάιλντερ, Μπίλι
(Billy Wilder, Βιέννη 1906 – Καλιφόρνια 2002). Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, αλλά ασχολήθηκε αρχικά με τη δημοσιογραφία και μετά με το σενάριο. Από το 1929 έως το 1933 έγραψε σενάρια για αρκετές γερμανικές ταινίες, με το γνωστό αργότερα ύφος του, που συνδύαζε παραδοξότητες, ανθρώπινες σχέσεις και μία μάλλον αιρετική ματιά στα κοινωνικά δρώμενα, με ήρωες που διαρκώς πιέζονται από καταστάσεις τις οποίες δεν ελέγχουν. Το 1933, λίγο μετά τη σκηνοθεσία μιας ταινίας στη Γαλλία, ο Γ. εγκαταστάθηκε στο Χόλιγουντ, το οποίο παραδόθηκε στις νέες ιδέες του χωρίς όρους. Έτσι έφτασε τις είκοσι υποψηφιότητες για Όσκαρ σε διάφορες κατηγορίες, που τελικά τού απέφεραν έξι βραβεία, για τις ταινίες Χαμένο Σαββατοκύριακο (1945), Λεωφόρος της Δύσης (1950) και Γκαρσονιέρα (1960). Ανάμεσα στις πενήντα και πλέον ταινίες του, ξεχωρίζουν επίσης: Ninotchka (1939), Σαμπρίνα (1954), Επτά χρόνια φαγούρα (1955), Γλυκιά Ίρμα(1963), Καζινό Ρουαγιάλ (1967). O Αυστριακός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου Μπίλι Γουάιλντερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Μπάστερ — (Buster Κeaton, Κάνσας 1895 – Χόλιγουντ 1966). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Οι γονείς του ήταν ηθοποιοί του ψυχαγωγικού θεάτρου. Ο ίδιος, ενώ εργαζόταν σε ένα θέαμα βαριετέ, έπεσε στην προσοχή του κωμικού Φάτι Άρμπακλ, ο …   Dictionary of Greek

  • Μακ Λέιν, Σίρλεϊ — (Shirley MacLaine, Βιρτζίνια 1934 –). Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και συγγραφέας. Σπούδασε μπαλέτο στην Ουάσινγκτον και μεταπήδησε μάλλον τυχαία στην υποκριτική μέσω του θεάτρου, όταν σε ηλικία 20 ετών και ως μέλος του χορού επελέγη… …   Dictionary of Greek

  • Μονρόε, Μέριλιν — (Marilyn Monroe, Λος Άντζελες 1926 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Νόρμα Τζιν Μπέικερ (Norma Jean Baker). Πολύ νέα ακόμα έγινε γνωστή όταν φωτογραφήθηκε για ένα διαφημιστικό ημερολόγιο και έπαιξε… …   Dictionary of Greek

  • Ντίτριχ, Μάρλεν — (Marlen Dietrich, Βερολίνο 1902 – Παρίσι 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού του κινηματογράφου και του θεάτρου Μαρία Μαγκνταλένα φον Λος (Maria Magdalena von Losch). Φοίτησε στη δραματική σχολή του Μαξ Ράινχαρτ κι ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • Πάουερ, Τάιρον — (Power, Σινσινάτι, Οχάιο 1914 – Μαδρίτη 1958). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Γόνος οικογένειας ηθοποιών, το 1931, χάρη στον πατέρα του, Τ.Π. επίσης (1869 1932), βγήκε στο θέατρο και από τότε έπαιζε στο θέατρο και στον… …   Dictionary of Greek

  • Στρόχαϊμ, Έριχ φον — (Stroheim). Αμερικανός συνθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου (Βιέννη 1885 – Μορεπά, Παρίσι 1957). Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1909 και άσκησε διάφορα επαγγέλματα, ωσότου έπαιξε στον κινηματογράφο ρόλους κομπάρσου, για να καταλήξει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”